ἔνδημοι

ἔνδημοι
ἔνδημος
dwelling in
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ένδημος — ἔνδημος, ον (Α) 1. εντόπιος, εγχώριος 2. αυτός που παραμένει στην πατρίδα του και δεν ταξιδεύει 3. εκείνος που βρίσκεται μέσα στο σπίτι του 4. ο εμφύλιος («ἔνδημοι πόλεμοι», «ἔνδημος βοά») 5. αυτός που ανήκει στην πόλη («αἱ ἔνδημοι ἀρχαί») 6.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”